-
1 ὀδούς
ὀδούς, όντος, ὁ, ion. ὀδών ( dens, vgl. ἔδω), – 1) der Zahn, von Menschen u. Thieren; ϑήγων λευκὸν ὀδόντα, vom Eber, Il. 11, 416; ἄραβος δὲ διὰ στόμα γίγνετ' ὀδόντων, 10, 375, wie πάταγος ὀδόντων 13, 283, Zähneklappern, u. καναχή 19, 365; Hes. (über ἕρκος ὀδόντων s. ἕρκος); ἀκμὰν δεινοτάτων ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; in Prosa überall. – Uebertr., ὁ τῆς λύπης ὀδούς, der Zahn der Trauer, Iac. Ach. Tat. p. 888. – 2) jede hervorragende, scharfe Spitze, Zacken, Zinken, an Kämmen u. anderen Werkzeugen, Nic. Th. 85, s. bes. die compp. – 3) der zweite Halswirbel, von dem daran befindlichen Fortsatze, Medic.
-
2 ὀδούς
ὀδούς, όντος, ὁ, (1) der Zahn, von Menschen u. Tieren; ϑήγων λευκὸν ὀδόντα, vom Eber; πάταγος ὀδόντων, Zähneklappern. Übertr., ὁ τῆς λύπης ὀδούς, der Zahn der Trauer. (2) jede hervorragende, scharfe Spitze, Zacken, Zinken, an Kämmen u. anderen Werkzeugen. (3) der zweite Halswirbel, von dem daran befindlichen Fortsatze
См. также в других словарях:
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek